Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Την θαλασσα αγαπουσες, το μπλεπρασινο της. 
Σαν τα μαλλια μου, γοργονας μαλλια μου'πες..
Σαν το πετραδι στο λαιμο σου. 
Σαν τα ματια σου.

Ποσο σου μοιαζω. 
Ποσο μου μοιαζεις.
Ποσο διαφορετικες.
Οσο χρονο χασαμε τον κλειδωσαμε σ'ενα κουτακι 
και δεν ξερω ποια απ'τις δυο μας το κραταει τωρα.
Κοιταζω στον καθρεφτη και βλεπω εσενα, αρα υποθετω και οι δυο..

Τουλαχιστον προλαβα
να σου χτενισω τα μαλλια
να σου χαιδεψω το κεφαλι μεχρι να κοιμηθεις
να σ'ακουσω να μου λες "σ'αγαπαω".

Τουλαχιστον προλαβα
να περπατησω μαζι σου στην θαλασσα
να σου μαγειρεψω
να σου μιλησω για τον ερωτα, για την φιλια
να σου πω "τα καταφερα".
Τουλαχιστον προλαβα
να μου δειξεις τα σχεδια σου
να μου μιλησεις για τον ερωτα της ζωης σου
πινοντας το αγαπημενο σου κρασι
να σε περιεργαστω
Σαν χαμενη σε κοιταζα κι ησουν τοσο ομορφη.
Και μεσα σου ακομα πιο ομορφη.

Οι στιγμες μας βρισκονταν σε μια κλεψυδρα που μολις γυριζε. 
9 μηνες. Με κρατησες μεσα σου 9 μηνες. Μετα αιμα. Κι αποχωρισμος.
31 χρονια.
Αλλοι 9 μηνες. Δικοι μας 9 μηνες. Μετα αιμα. Κι αποχωρισμος, 
μονιμος αυτη τη φορα.
Σε πηρα αγκαλια οταν φοβοσουν και σου'πα "ολα θα πανε καλα, ειμαι εδω"
Δεν σου αφησα το χερι, στιγμη. 
Σε χαιδευα να σ'απαλυνω οταν πονουσες.
Και που εισαι τωρα να με παρεις αγκαλια? 
Που ειναι το χερι σου, γιατι το δικο μου ειναι αδειο. 

Χιλια κομματια.

Τουλαχιστον προλαβα
να σου πω "κι εγω σ'αγαπαω. Μαμα".

.....
Τα ρούχα που δεν έμαθα να πλένω
τα βάζω στη σακούλα και σ’ τα φέρνω.
Ρωτάς για την καριέρα μου

τη νύχτα και τη μέρα μου
κι εγώ να σου μιλάω καταφέρνω.

Και σκέφτομαι που πίνω κόκα κόλα
για να `ναι πάντα ίδια αλλάζουν όλα.
Κι ανοίγω το ψυγείο σου, 
το "έλα" και το "αντίο" σου
ζητούσα στη ζωή μου πάνω απ’ όλα.

Μαμά, πεινάω
μαμά, φοβάμαι
μαμά, γερνάω, μαμά.
Και τρέμω να `μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς:
ωραία, νέα κι ατυχής.

Τα χρόνια που μεγάλωνες για μένα

να ξέρεις πως σου τα `χω φυλαγμένα.
Και τέλειωσα με άριστα
αλλά δεν έχω ευχάριστα, 
όλα στον κόσμο είναι γραμμένα.

Τριάντα καλοκαίρια και χειμώνες
τις άγριες σού φέρνω ανεμώνες.
Και κοίτα, ένα μυστήριο
του κόσμου το κριτήριο

πως μοιάζουμε μου λέει σαν δυο σταγόνες.

Μαμά, πεινάω
μαμά, φοβάμαι
μαμά, γερνάω, μαμά.
Και τρέμω να `μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς:
ωραία, νέα κι ατυχής